προπληρωτέος

προπληρωτέος
önceden ödenmesi gereken

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπληρωτέος — α, ο, Ν αυτός που πρέπει να προπληρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …   Dictionary of Greek

  • προπληρωτέος — α, ο αυτός που η αξία του πρέπει να προπληρωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”